Αν θελήσουμε να βρούμε ένα κοινό χαρακτηριστικό των ανθρώπων, κάτι που να μοιάζουμε, κάτι που να ταυτιζόμαστε όλοι, ασχέτως ηλικίας, φύλου, μορφώσεως, η καταγωγής, σίγουρα το χαρακτηριστικό αυτό θα είναι ο πόθος για ευτυχία. Ο άνθρωπος και ως άτομο και ως σύνολο, για ένα πράγμα ενδιαφέρεται, για ένα πράγμα προσπαθεί, την ευτυχία. Κύριος του στόχος και πρώτιστό του μέλημα, πως να την αποκτήσει και να τη κάνει αναπαλλοτρίωτο κτήμα του.
Και συνήθως, ο άνθρωπος, συνδέει πάντοτε την ευτυχία του με την οικονομική και υλική του άνεση. Την καλοζωία, την καλοπέραση, την ευημερία και την ευμάρεια. Την ικανοποίηση του εγωισμού του, την ικανοποίηση των ενστίκτων του, και την απόκτηση δυνάμεως. Ποιόν θεωρούμε ευτυχισμένο; Αυτόν που έχει λεφτά, περιουσία, κτήματα. Αυτόν που έχει δόξα, μεγάλη θέση και μπορεί και επιβάλλεται. Αυτόν που έχει ομορφιά, ωραίο σώμα, υγεία, γοητεία' αυτόν που μπορεί και ικανοποιεί όλες τις επιθυμίες του. Και η θεώρηση αυτή της ευτυχίας δεν είναι τωρινή αλλά πολύ παλιά. Χίλια χρόνια περίπου προ Χριστού, ο προφητάναξ Δαυίδ, μας αναφέρει ότι κατ’ αυτόν τον υλιστικό τρόπο σκεφτόταν πολλοί σύγχρονοί του. Δεν εξέταζαν ποιό είναι το ηθικό ποιόν των συγχρόνων των ισχυρών λαών, αλλά εξέταζαν τι επιτυχίες σημείωναν οι λαοί αυτοί στον τομέα της ευμάρειας, των υλικών αγαθών και της δυνάμεως.
Έτσι στον ψαλμό 143, μας λέγει ο Δαυίδ, ότι οι σύγχρονοί του μακάριζαν τον λαό που έχει ωραία αγόρια, που μοιάζουν με νέα δένδρα, καλορριζωμένα, θαλερά και ολοπράσινα. Σε σύγχρονη γλώσσα θα λέγαμε αγόρια καλογυμνασμένα, με στιβαρούς μυς, και με μεγάλες επιδόσεις στον αθλητισμό. Οι κοπέλες του λαού αυτού είναι καλοπεριποιημένες, στολισμένες σαν αγάλματα και είδωλα αρχαίου ναού. Σαν άλλες καρυάτιδες του Παρθενώνα. Οι αποθήκες τους υπερπλήρεις, ξεχειλίζουν από όλα τα αγαθά. Τα πρόβατα τους συνέχεια γεννούν και γέμισαν τα λιβάδια όπου βόσκουν. Τα βόδια τους παχύτατα. Τα τείχη τους, οι φράκτες τους, και τα σύνορα τους είναι ασφαλή. Στις πλατείες των πόλεών τους, δεν ακούγεται κραυγή θρήνου και πόνου για συμφορές εθνικές. Αντίθετα φωνές χαράς και εορτών αντηχούν. Συνέχεια οργανώνονται φιέστες και φεστιβάλ θα λέγαμε σήμερα.
«Εμακάρισαν τον λαόν, ω ταύτα εστι». Καλοτύχισαν το έθνος που τα έχει πετύχει όλα αυτά. Κι όμως ο προφήτης διαφωνεί. Η ευτυχία ενός λαού δεν μετριέται με τις υλικές απολαβές και δεν εξαρτάται από το μέγεθος της παραγωγής και των εξαγωγών. Δεν είναι οικονομικό μέγεθος. Η ευτυχία ενός λαού, κατά τον προφήτη, εξαρτάται από το ηθικό ποιόν του λαού και από τις σχέσεις του λαού με τον παντοκράτορα Θεό. «Μακάριος ο λαός, ου κύριος ο Θεός αυτού» λέγει το ιερό κείμενο του ψαλμού. Δηλαδή μακάριος και ευτυχισμένος είναι ο λαός που πιστεύει και λατρεύει τον αληθινό Θεό και φυσικά πειθαρχεί στις εντολές του.
Πράγματι που είναι σήμερα οι αρχαίοι Αιγύπτιοι, η υπερδύναμη του αρχαίου κόσμου; Που είναι οι Βαβυλώνιοι με τους κρεμαστούς τους κήπους και το φιλήδονό τους βίο; Που είναι οι Μήδοι και οι Πέρσες που είχαν κατακτήσει την Ανατολή; Που οι κοσμοκράτορες Ρωμαίοι; Που οι δικοί μας Μακεδόνες και οι Βυζαντινοί; Οι διαιρέσεις και οι διχασμοί οι θεομίσητοι υποδούλωσαν τους πρώτους στους Ρωμαίους, και η ποικίλη αμαρτία έγινε αφορμή να καταστραφεί το Βυζάντιο η το αρχαίο Ισραήλ. Εάν διαβάσουμε αρχαίους εξηγητές της Αποκαλύψεως, θα δούμε να ταυτίζουν την Βαβυλώνα -που είναι ο συμβολισμός του αμαρτωλού και στηριγμένου στην ύλη και το χρήμα κράτους- με την Κωνσταντινούπολη! Ας θυμηθούμε τα λόγια του Κυρίου μας για την Ιερουσαλήμ που φονεύει τους προφήτες και τον ίδιο τον Κύριο, και ας διαβάσουμε στην ιστορία για το διωγμό του Γρηγορίου του Θεολόγου, του Ιωάννου του Χρυσοστόμου, του Θεοδώρου του Στουδίτου και τόσων άλλων από την κοσμική και εκκλησιαστική εξουσία του Βυζαντίου, τις ίντριγκες, τα μαχαιρώματα και τις δολοπλοκίες των ευγενών, τις συνεχείς αλλαξοπατριαρχίες τον καιρό της τουρκοκρατίας, και τόσα άλλα, για να καταλάβουμε πόση αλήθεια έχει ο 143ος ψαλμός που προαναφέραμε και γιατί οι εξηγητές της Αποκαλύψεως ταυτίζουν την νέα Ιερουσαλήμ, την Κωνσταντινούπολη, με τη Βαβυλώνα.
Και για να έρθουμε και στην εθνική επέτειο του 1940, που για άλλη μια φορά γιορτάζουμε, ας θυμηθούμε τι έγραφε ο αείμνηστος Γεώργιος Βλάχος στην περίφημη επιστολή του προς τον Μουσολίνι, που δημοσιεύθηκε στην Καθημερινή. «ΦΕΥΓΕΤΕ. Φεύγετε κατά τρόπον επονείδιστον, λασπωμένοι, αιματωμένοι, με τραύματα εις τα νώτα και τους γλουτούς, χωρίς κράνη, χωρίς πηλίκια, χωρίς πτερά, χωρίς υλικόν. Διατί; Θα σας είπω κ. Μουσολίνι, διατί. Διότι το κράτος σας αυτό το οποίο μας εθάμβωσεν όλους, δεν είχε το Δίκαιον ως θεμέλια. Διότι το σχολείο που εκτίσατε εστερείτο μαθήματος Ηθικής».
Χρυσά και αθάνατα λόγια! Λόγια που αξίζουν όσο δεν αξίζουν τα θησαυροφυλάκια του κράτους μας και τα θησαυροφυλάκια όλου του κόσμου. Λόγια που πρέπει να τα γράψουμε στα χέρια μας, να τα κεντήσουμε στα ρούχα μας, να τα πληκτρολογήσουμε στους ηλεκτρονικούς υπολογιστές μας, να τα αναρτήσουμε στα σχολεία μας, να τα προβάλουμε συνεχώς στους τηλεοπτικούς σταθμούς μας. Γιατί; Γιατί αυτά μας αποκαλύπτουν το μυστικό της αιώνιας παραμονής μας στην ιστορική κονίστρα του κόσμου αυτού, αλλά και την καταξίωση του έθνους μας αιωνίως και παγκοσμίως.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου