Παρασκευή 14 Ιουνίου 2019

Όταν θέλει ο Θεός...


Κάποτε ὑπῆρχε μιὰ φτωχὴ γυναίκα, ἡ ὁποία ὅλη τὴν ὥρα, ὅ,τι καλὸ καὶ νὰ τῆς συνέβαινε, κοίταζε τὸν οὐρανὸ καὶ ἔλεγε: «Δόξα τῷ Θεῷ!...». Καὶ αἰσθανόταν πολὺ εὐγνώμων γιὰ τὸ ὁ,τιδήποτε. 

Κάπου ἐκεῖ κοντά της ἔμενε ἕνας πλούσιος ἄνθρωπος. Κάθε φορὰ λοιπὸν περνοῦσε μπροστὰ ἀπὸ τὸ σπίτι τῆς γυναίκας τὴν ἄκουγε νὰ λέει: «Δόξα τῷ Θεῷ!... Εὐχαριστῶ, Κύριε!...».

Στὴν ἀρχὴ δὲν ἔδινε σημασία, ἀλλὰ κάποια στιγμή, αὐτὸ ἄρχισε νὰ τὸν ἐκνευρίζει. «Πῶς μπορεῖ αὐτὴ ἡ γυναίκα, τόσο φτωχή, νὰ εὐχαριστεῖ συνέχεια τὸν Θεό;...», σκεφτόταν.

Μιὰ μέρα λοιπόν, ἀφοῦ ξαναπέρασε μπροστὰ ἀπὸ τὸ σπίτι της καὶ τὴν ἄκουσε νὰ λέει πάλι «Δόξα τῷ Θεῷ», νευρίασε τόσο πολύ, ποὺ εἶπε στὸν ὑπηρέτη του: «Πήγαινε στὸ Σοῦπερ Μάρκετ καὶ γέμισε δύο καρότσια τρόφιμα. Πήγαινέ τα σ᾿ αὐτὴ τὴν γυναῖκα καὶ ὅταν σὲ ρωτήσει ποιὸς τὰ ἔφερε θὰ τῆς πεῖς, ὅτι ὁ διάβολος τὰ ἔφερε».

Ἔτσι λοιπὸν καὶ ἔκανε ὁ ὑπηρέτης. Τὴν ἑπόμενη ἡμέρα πῆγε στὸ «Σοῦπερ Μάρκετ» γέμισε δύο καρότσια μὲ τρόφιμα, τόσο ποὺ ξεχείλιζαν, καὶ πῆγε στὴν γυναῖκα.

Ὅταν ἔφτασε, τῆς χτύπησε τὴν πόρτα. «Ἄ, δόξα τῷ Θεῷ, εὐχαριστῶ Κύριε!...», εἶπε ἐκείνη μόλις βγῆκε ἔξω καὶ ἀντίκρισε τὰ δύο καρότσια.

«Δὲν θέλετε νὰ μάθετε ποιός σᾶς ἔστειλε τὰ τρόφιμα;...», τὴν ἐρώτησε ἀνυπόμονα ὁ ὑπηρέτης. «Ὄχι παιδί μου, δὲν ἔχει σημασία. 

Ὅταν θέλει ὁ Θεός, τότε καὶ ὁ διάβολος Τὸν ὑπηρετεῖ...», καὶ παίρνοντας τὰ δύο καρότσια μπῆκε μέσα εὐτυχισμένη...

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου