Πέμπτη 7 Μαρτίου 2013

ΑΠΟ ΤΟ ΒΙΒΛΙΟ: "ΤΟ ΠΡΩΤΟΚΤΙΣΤΟΝ ΚΑΛΛΟΣ" - Γράφει ο Ιερομόναχος π. Νικηφόρος


ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΠΡΩΤΟ
Η «ΕΚ ΤΟΥ ΜΗ ΟΝΤΟΣ» ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑ
Picture
Γράφει ο Ιερομόναχος π. Νικηφόρος
Ὁ Ἅγιος Τριαδικός Θεός, τόν Ὁποῖον λατρεύουμε οἱ Ὀρθόδοξοι, ὡς «Ποιητήν οὐρανοῦ καί γῆς, ὁρατῶν τε πάντων και ἀοράτων», ἔχει κατά τήν ὀρθόδοξη Δογματική, κίνηση «ἐσωτερική» καί «ἐξωτερική», ὅπως μποροῦμε νά ἐκφρασθοῦμε ἀνθρωποπρεπῶς. Ἡ «ἐσωτερική» κίνηση εἶναι ἡ κίνηση τῆς οὐσίας Του, ἡ ὁποία εἶναι παντελῶς ἄγνωστη καί ἀκατάληπτη σέ ἀνθρώπους καί ἀγγέλους, ἀπρόσιτη καί ἀμέθεκτη. Ἡ λεγομένη «ἐξωτερική κίνηση» τοῦ Θεοῦ, εἶναι ἡ πραγμάτωση τῆς δημιουργίας καί ἔπειτα καί τῆς ἀπολυτρώσεως, μέ κοινή φυσική ἐνέργεια τῶν προσώπων τῆς Ἁγίας Τριάδος. «Ὁ Πατήρ, δι᾿ Υἱοῦ, ἐν Ἁγίῳ Πνεύματι ποιεῖ τά πάντα» κατά τή γνωστή στούς μελετητές, δογματική ἔκφραση τοῦ Μεγάλου Ἀθανασίου, Ἀρχιεπισκόπου Ἀλεξανδρείας.[1] Ὁ προαιώνιος Θεός, ἔκτισε τούς αἰῶνες τῶν πνευμάτων, τόν κόσμο, τόν ἄνθρωπο, σέ διαδοχικές φάσεις, ἀφοῦ ἡ κτίση στό σύνολό της εἶναι ἐξελικτική.[2] (Αὐτό, βεβαίως, δέν ἔχει καμία ταύτιση μέ τήν πλανεμένη καί ἀντιεπιστημονική ἐξελικτική θεωρία τοῦ Δαρβίνου).

Ὅλη ἡ κτίση, ὁρατή καί ἀόρατη, εἶναι δημιούργημα τοῦ Θεοῦ «ἐκ τοῦ μή ὄντος», χωρίς προϋπάρχουσα ὕλη, μόνο ἀπό τήν ἄκτιστη ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. Δέν προέρχεται ἡ κτίση ἀπό τήν οὐσία τοῦ Θεοῦ, ὅπως δίδασκαν οἱ φιλόσοφοι[3], θεωρώντας τά κτίσματα συνύπαρκτα μέ τόν Θεό, ἀλλά προέρχεται ἀπό τήν βουλητική ἐνέργειά Του! Σαφέστατα τό ξεκαθαρίζει ὁ μεγάλος δογματολόγος τῆς Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας (7ος αἰ.), ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός, γράφοντας ὅτι ὁ Θεός, «οὐκ ἐκ τῆς οὐσίας αὐτοῦ τήν κτίσιν παρήγαγεν, ἀλλ᾿ ἐκ τοῦ μή ὄντως εἰς τό εἶναι θελήματι». [4]

Ἡ ἄκτιστη ἐνέργεια, ἡ «πρός τά ἔξω κίνηση» τοῦ Τριαδικοῦ Θεοῦ, παράγει τή δημιουργία ἐν χρόνῳ, μᾶλλον «μέ τόν χρόνο», κατά τήν ἔκφραση τοῦ ἱεροῦ Αὐγουστίνου, ἀφοῦ ὁ χρόνος δημιουργήθηκε συμφυής μέ τόν κόσμο, κατά τόν Μ. Βασίλειο.[5] Αὐτή ἡ δημιουργία, εἶναι «ἑτερούσια» ἀπό τόν Θεό, δηλαδή δέν προέρχεται ἀπό τήν οὐσία Του ἀλλά ἀπό τήν ἄκτιστη ἐνέργειά Του.

Τό ὑπογραμμίζει αὐτό ἡ Θεολογία, ἐκφράζοντας ρητά τή σχέση ὄντος καί μή ὄντος, ἀκτίστου καί κτιστοῦ, οὐσίας τοῦ Θεοῦ καί ἐνεργειῶν Αὐτοῦ. Καί εἶναι πολύ θεμελιώδης γιά τήν Ὀρθόδοξη Θεολογία ἡ διάκριση κτιστοῦ καί ἀκτίστου, γιά νά τονιστεῖ ὅτι μέσα στό κτιστό συμπεριλαμβάνονται καί τά αἰσθητά καί τά νοερά, ὡς δημιουργήματα τοῦ ἀκτίστου Θεοῦ.

Ἀντίθετα, στή φιλοσοφία (βλ. Πλάτων), ὅπου ἰσχύουν τά λεγόμενα διαρχικά θεωρήματα, τονίζεται ἡ αὐθυπαρξία δύο κόσμων, τοῦ αἰσθητοῦ καί τοῦ νοητοῦ. Ὁ αἰσθητός κόσμος εἶναι ἕνα «ρέον γίγνεσθαι», ὁ δέ νοητός εἶναι ἄφθαρτος καί ἀθάνατος καί ἔτσι θεωρεῖται καί ἡ ἀνθρώπινη ψυχή, ὡς ἀνώλεθρη καί κατά φύσιν ἀθάνατη.[6] Γι᾿ αὐτό καί γίνεται λόγος ἐκεῖ περί τῆς πτώσεως τῶν πνευμάτων - ψυχῶν ἀπό τόν ἀγέννητο κόσμο τῶν Ἰδεῶν καί τῆς ἔνεκα τιμωρίας των περικλείσεως στά σώματα σάν σέ φυλακή κλπ., ἐνῶ ἡ Ὀρθοδοξία μας πιστεύει, κατά τήν θεία Ἀποκάλυψη ὅτι ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου εἶναι κατά Χάριν ἀθάνατη, ἀφοῦ μετέχει στήν Ἀθανασία τοῦ Θεοῦ. Ἀλλά περί ψυχῆς, θά γίνει λόγος στό ἑπόμενο Κεφάλαιο.

Ἐπανερχόμαστε στή δημιουργία καί τόν κόσμο καί ὑπογραμμίζουμε ὅτι, κατά τούς Πατέρες, τίποτε δέν μεσολαβεῖ μεταξύ Θεοῦ - Δημιουργοῦ καί κτίσεως, ὁρατῆς καί νοερᾶς, παρά μόνο ἡ ἀΐδιος βουλή τοῦ Θεοῦ ὡς ἐνέργεια, νά κτιστοῦν ἤ νά κτίζονται διαρκῶς τά πάντα. Ἡ Θεολογία ἐν προκειμένῳ, διά τῶν Πατέρων (λ.χ. Καππαδόκες, ἱερός Χρυσόστομος, ἅγιος Μάξιμος Ὁμολογητής κ. ἄ.), ὁμιλεῖ γιά τούς «λόγους τῶν ὄντων», οἱ ὁποῖοι ἀποκαλοῦνται ὡς τά «ἄκτιστα ἀγαθά θελήματα τοῦ Θεοῦ»[7], ἤ προορισμοί, ἤ οὐσιοποιοί παράγοντες. Μέ αὐτήν τήν ἕννοια, ὁ κόσμος συνυπάρχει ἀΐδια μέ τόν Θεό ὡς θέλημά Του καί ἔπειτα δημιουργεῖται ἐν χρόνῳ ἀπό τόν Πάνσοφο Δημιουργό. Εἰδικά γιά τούς λόγους τῶν ὄντων κάνει λόγο ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής. Ἡ δημιουργία δέν εἶναι στατική, ἀλλά δυναμική πραγματικότητα, διότι ἔχει ξεκινήσει ἀπό προϋπάρχοντες λόγους. Ἄν καί ὅλα τά ὄντα προῆλθαν ἀπό τό μή ὄν κατά τήν ἀγαθή βούληση τοῦ Θεοῦ, κατά τήν σκέψη τοῦ ἁγίου Μαξίμου, προϋπῆρχαν ἀϊδίως, στόν ἕνα Λόγο, τόν Θεό. Κάθε κτιστό, δημιουργήθηκε σύμφωνα μέ τόν ἀντίστοιχο λόγο, καί αὐτός εἶναι πού ὁρίζει τόσο τή γέννησή του, ὅσο καί τήν οὐσία του.

Εἶναι λοιπόν βέβαιο ὅτι «κτίση και ἱστορία, πράγματα καί γεγονότα εἶναι θεῖα θελήματα, ἀποτελέσματα τῆς θείας βουλητικῆς ἐνεργείας. Τά πάντα ἀρχιτεκτονοῦνται, διαρθρώνονται καί ὑπάρχουν μέ λόγο καί λογικότητα. Λόγος καί λογικότητα βρίσκονται στή δομή κάθε πράγματος, καί ἐξασφαλίζουν τήν ἑνότητα μέ τίς θεῖες ἐνέργειες καί μεταξύ τους». [8]

Πάντως, ὅλη ἡ κτίση, αἰσθητή καί νοητή, κατά τήν Πατερική θεολογία, μέ τή διαβάθμιση καί ἱεράρχηση τῶν ὄντων (αἰῶνες[9], πνεύματα, κόσμος, ἄνθρωπος), ἀποτελεῖ εἰκόνα τοῦ ὄντος, τοῦ Ἁγίου Τριαδικοῦ Θεοῦ, ὅπως τό λέγει στό περισπούδαστο ἔργο του «Περί κατασκευῆς τοῦ ἀνθρώπου» ὁ Γρηγόριος Νύσσης, ἀδελφός τοῦ Μ. Βασιλείου: «Πᾶσα τοίνυν ἡ φύσις, ἡ ἀπό τῶν πρώτων μέχρι τῶν ἐσχάτων διήκουσα, μία τις τοῦ ὄντος ἐστίν εἰκόνα».[10] Καί ὅλη ἡ κτίση, ὁλόληρη ἡ συμπαντική πραγματικότητα, ἀποτελεῖ ἕνα σῶμα μέ πολλά μέλη πού μετέχουν στίς θεῖες ἐνέργειες, κατ᾿ ἀναλογίαν πρός τή δεκτικότητά τους.[11]

Γεγονός, πάντως, εἶναι, ὅτι ὅπως εὔστοχα ἐπισημαίνει ὁ πατρολόγος καθηγητής Π. Χρήστου, ἡ παρουσία τοῦ Θεοῦ διήκει ὄχι ἁπλῶς δι᾿ ὅλης τῆς κτίσεως, ἀλλά καί δι᾿ ὅλης τῆς ἱστορίας. Λογικά και ἄλογα, ἀθάνατα καί θνητά, οὐράνια καί ἐπίγεια ἀπολαύουν ὅλα τῆς χορηγίας τοῦ Λόγου καί μέ Αὐτόν τόν τρόπο διατηροῦνται στήν ὕπαρξη καί τήν ζωή. Ἀλλά ὁ βίος τῆς ἀνθρωπότητος εἶναι ἐκεῖνος πού διαπερᾶται ἰδιαιτέρως ἀπό τίς ἀκτῖνες καί τήν προνοϊκή ἐνέργεια τοῦ Θεοῦ. [12] 

Ἄς προχωρήσουμε ὅμως, μετά ἀπό τά σχετικά μέ τήν ὅλη δημιουργία, στό «τιμιώτατον Θεῷ κτῆμα καί οἰκειότατον», δηλαδή τόν ἄνθρωπο, ὅπως τόν ὀνομάζει ὁ Ἀετός τῆς Θεολογίας, ἅγιος Γρηγόριος ὁ Ναζιανζηνός.[13]
-------------------------------------------------------------------------------

[1]MPG. 26, 596

[2] Ν. Ματσούκα, Δογματική καί Συμβολική Θεολογία, Β΄, σελ. 185. 

[3] Ὁ Πλάτων, ὡς γνωστόν, θεωροῦσε τόν Θεό ὡς διακοσμητή τοῦ σύμπαντος καί ὄχι δημιουργό. Οἱ φιλόσοφοι θεωροῦν ὡς δημιουργία ὅ,τι παράγεται ἤ πολλαπλασιάζεται, ἤ μεταπλάσσεται, προέρχεται ἀπό τήν οὐσία αὐτοῦ τοῦ πράγματος, ὑλικοῦ ἤ πνευματικοῦ. Βλ. Ν. Ματσούκα, Δογματική καί Συμβολική Θεολογία, τόμ Γ΄σελ 155. Ὁ ἅγιος Μάξιμος ὁ Ὁμολογητής γράφει ὅτι αὐτός εἶναι ὁ λόγος τῶν φιλοσόφων, τό νά θεωροῦν τόν Θεό, δημιουργό τῶν ποιοτήτων, ἐνῶ ἐμεῖς τόν πιστεύουμε ὀρθῶς ὡς δημιουργό τῶν οὐσιῶν. Βλ. Κεφάλαια Περί ἀγάπης, MPG. 90, 1049A καί 1025Β.

[4] Κατά Μανιχαίων διάλογος, MPG. 94, 1512B. 

[5] Εἰς τήν Ἑξαήμερον, MPG. 29, 12B: «Συμφυής ἄρα τῷ κόσμῳ καί τοῖς ἐν αὐτῷ ζώοις τε καί φυτοῖς ἡ τοῦ χρόνου διέξοδος ὑπέστη, ἐπειγομένη ἀεί καί παραρρέουσα καί οὐδαμοῦ παυομένη τοῦ δρόμου».

[6] Βλ. Ν. Ματσούκα Δογματική καί Συμβολική Θεολογία, τόμ. Γ΄, σελ. 105.

[7] Βλ. Ἁγίου Μαξίμου τοῦ Ὁμολογητοῦ, Πρός Θαλάσιον, Περί διαφόρων ἀπόρων : «Οἱ τῶν ὄντων λόγοι προκαταρτισθέντες τῶν αἰώνων Θεῷ, καθώς οἶδεν αὐτός, ἀόρατοι ὄντες, οὕς καί ἀγαθά θελήματα καλεῖν τοῖς θείοις ἔθος ἐστίν ἀνδράσιν». MPG. 90, 293 D -296A.

[8] Ν. Ματσούκα, Δογματική, τόμ. Γ΄, σελ. 164

[9] Βλ. Ἐβρ. 1, 2. : «Δι᾿ οὗ καί ἐποίησε τούς αἰῶνας». Αἰῶνες στήν κτιστή πραγματικότητα εἶναι ἡ χρονική καί μετρητή «διαστηματική» κίνηση, ἤ ὁ νοητός χώρος τῶν λογικῶν και νοερῶν ὄντων. Οἱ Πατέρες χρησιμοποιοῦν τόν ὅρο «αἰῶνας» μέ ποικίλες ἔννοιες. Κατά τόν ἅγιο Ἰωάννη τον Δαμασκηνό, ἡ λέξη αἰώνας ἔχει πολλές σημασίες: «Τό τοῦ αἰῶνος ὄνομα πολύσημον ἐστί…αἰών γάρ λέγεται ἡ ἑκάστου τῶν ἀνθρώπων ζωή…πάλιν, ὀ χιλίων ἐτῶν χρόνος…πάλιν ὅλος ὁ παρών βίος καί αἰών ὁ μέλλων…» Βλ. Ἔκθεσις ὀρθοδόξου πίστεως, 4, 2, 1. MPG. 94, 861B. Πρέπει, ὡστόσο, νά διακρίνουμε στήν Πατερική σκέψη τή θέση ὅτι ἄλλο εἶναι ἡ θεία αἰωνιότητα πού εἶναι ἀΐδια καί ἄλλο ἡ κτιστή αἰωνιότητα καί οἱ κτιστοί αἰῶνες. 

[10] MPG. 44, 148B καί 185D.

[11] Ν. Ματσούκα Δογματική Β΄, σελ. 181.

[12] Βλ. Π. Χρήστου, «Τό μυστήριο τοῦ Θεοῦ», ἔκδ. Κυρομάνος, Θεσσαλονίκη 1991, σελ. 131.

[13] ΕΠΕ, 1, 66, Α΄ Λόγος Εἰς τό Ἅγιον Πάσχα.

ΚΕΦΑΛΑΙΟ ΔΕΥΤΕΡΟ
Ο ΣΚΟΠΟΣ ΤΗΣ ΔΗΜΙΟΥΡΓΙΑΣ ΤΟΥ ΑΝΡΩΠΟΥ 
Ἡ δημιουργία, ὅπως παρουσιάζεται μέσα ἀπό τίς «χρυσές» σελίδες τῆς θείας Γραφῆς, βαίνει ἀπό τά κατώτερα στά ἀνώτερα, ἀπό τά ἀτελῆ πρός τά τελειότερα. Ἔτσι, ἀφοῦ ἔγινε αὐτός ὁ ὁρατός κόσμος, τό παγκαλέστατο βασίλειο[1], ἦρθε τελευταῖος «εἰς ὕπαρξιν» καί ὁ ταχθείς ὑπό Θεοῦ ἐπίγειος βασιλεύς καί ἐξουσιαστής, ὁ ἄνθρωπος. 

«Καί ἔπλασεν ὁ Θεός τόν ἄνθρωπον, χοῦν ἀπό τῆς γῆς, καί ἐνεφύσησεν εἰς τό πρόσωπον αὐτοῦ πνοήν ζωῆς, καί ἐγένετο ὁ ἄνθρωπος εἰς ψυχήν ζῶσαν»! [2]

Ὁ ἄνθρωπος ἀποτελεῖται ἀπό ψυχή καί σῶμα, εἶναι σύνδεσμος τοῦ ὁρατοῦ καί τοῦ ἀοράτου κόσμου, μεικτός ὡς πρός τήν φύση του, αἰσθητός καί νοητός. «Διπλοῦν τοῦτο τό ζῶον, - θά σημειώσει ὁ ἱερός Χρυσόστομος -, ὁ ἄνθρωπος λέγω..καί ἐν οὐρανῷ και ἐν γῇ συγγένειαν ἔχων· διά μέν γάρ τῆς νοητῆς οὐσίας, κοινωνεῖ ταῖς ἄνω δυνάμεσι, διά δε τῆς αἰσθητῆς τοῖς τῆς γῆς συνῆπται πράγμασι, σύνδεσμος τις ὤν ἀκριβής ἑκατέρας τῆς κτίσεως».[3]

Ὁ ἄνθρωπος «σύγκειται», ἀποτελεῖται ἀπό ψυχή καί σῶμα, ὡς γνωστόν.

Ὀλίγα θά σημειώσουμε περί τῆς ψυχῆς, τήν ὁποία δημιούργησε τό ἐνεργειακό ἐμφύσημα τοῦ Θεοῦ, πρός ἐνημέρωσιν τῶν ἀναγνωστῶν. Κατά τόν ἅγιο Ἰωάννη τόν Δαμασκηνό πού ἐκφράζει τήν ὅλη Παράδοση, ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου εἶναι «οὐσία ζῶσα, ἁπλή, ἀσώματη, ἀόρατη κατά τή φύση της στά σωματικά μάτια, λογική καί νοερή, ἀσχημάτιστη, ἐνῶ χρησιμοποιεῖ ὡς ὄργανο τό σῶμα καί παρέχει σ᾿ αὐτό ζωή καί αὔξηση και αἴσθηση καί γέννηση…αὐτεξούσια, θελητική καί ἐνεργητική, τρεπτή, δηλαδή ἐθελότρεπτη, γιατί εἶναι κτιστή, ἀφοῦ ὅλα αὐτά τά ἔχει πάρει κατά φύση ἀπό τη χάρη τοῦ Δημιουργοῦ της, ἀπό τήν ὁποία πῆρε τό εἶναι καί τό κατά τή φύση της ἔτσι εἶναι». [4]

Καί ὁ Γρηγόριος Νύσσης, μέ τά ἴδια περίπου λόγια θά ὁρίσει τήν ψυχή, λέγοντας ὅτι εἶναι «οὐσία κτιστή, ζῶσα, νοερά, μεταδίδουσα στό ὀργανικό και αἰσθητό σῶμα ζωτική δύναμη καί ἀντιληπτική τῶν αἰσθητῶν, ἕως ὅτου βέβαιαι παραμένει τό σῶμα στή ζωή». [5]

Ὑπάρχουν τρεῖς θεωρίες περί τῆς προελεύσεως τῆς ψυχῆς. Ἡ πρώτη, εἶναι ἡ θεωρία τῆς προϋπάρξεως τῶν ψυχῶν, τοῦ Πλάτωνος, πού ὁδηγεῖ στόν κύκλο τῶν μετενσαρκώσεων κλπ. και ὅπως γνωρίζουμε, τίς ἀπόψεις αὐτές τίς κατεδίκασε ἡ Ἐκκλησία συνοδικῶς[6]. Ἀντίκειται δε ἡ θεωρία αὐτή στη Ἁγία Γραφή, ἡ ὁποία ρητῶς λέγει ὅτι ἡ ἁμαρτία ἔγινε ἀπό τόν ψυχοσωματικό ἄνθρωπο.

Ἡ δεύτερη, εἶναι ἡ θεωρία τῆς μεταφυτεύσεως τῆς ψυχῆς, τῆς μεταδόσεως μέσα ἀπό τήν συνάφεια τοῦ ἄνδρα μέ τήν γυναίκα, ἡ ὁποία καί αὐτή δέν εἶναι ὀρθή, διότι, ἄν αὐτό συνέβαινε, τότε ἡ ψυχή θά ἦταν κατ᾿ ἀνάγκη σωματική καί σύνθετη, διαλυτή καί θνητή, ὅπως τό σῶμα. Ἡ τρίτη, ἡ ὁποία καί εἶναι ἡ ὀρθόδοξη θέση περί τῆς προελεύσεως τῆς ψυχῆς, εἶναι ὅτι ἡ ψυχή δημιουργεῖται, «κτίζεται» ἄμεσα ἀπό τόν Θεό. Ἄλλωστε, ἡ ἴδια ἡ Γραφή λέγει χαρακτηριστικά τή φράση: «Ὁ πλάσας κατά μόνας τάς καρδίας αὐτῶν»[7], καί ἑννοεῖ, σύμφωνα μέ τούς ἑρμηνευτές ὅτι ὁ Θεός εἶναι Ἐκεῖνος ὁ Ὁποῖος δημιουργεῖ τήν κάθε ψυχή ξεχωριστά, ἰδιαίτερα, καί ὄχι ὅλες μαζί. Ὁ Θεός, ὅπως παρήγαγε τίς ἀσώματες δυνάμεις, ἔτσι χάρισε «διά τοῦ ἐμφυσήματος» τήν ἀσώματη καί λογική ψυχή – ζωτική δύναμη.[8]

Ταυτόχρονη εἶναι ἡ δημιουργία ψυχῆς καί σώματος, ὅπως ἡ Πατερική μας Παράδοση στό σύνολό της τονίζει.[9] Εἶναι δέ ἀλήθεια ὅτι ἡ ψυχή ἀποτελεῖ τήν ἀρχή τῆς ἐν τῷ ἀνθρώπῳ ἐνεργείας καί τό σῶμα τό μέσον διά τοῦ ὁποίου ἐκδηλώνεται ἡ ἐν λόγῳ ἐνέργεια.

Ἡ ψυχή δέν εἶναι σέ κάποιο συγκεκριμένο μέρος τοῦ σώματος, ἀλλά εἶναι σκορπισμένη παντοῦ μέσα σέ αὐτό, καί ὅπως λέει ἕνα παλαιό Κείμενο τοῦ Β΄μ. Χ. αἰ., ἡ πρός Διόγνητον ἐπιστολή, ἡ ψυχή «διά παντός ἐκκέχυται τοῦ σώματος». Δέν κρατεῖται ἡ ψυχή ἀπό τό σῶμα, ἀλλά ἡ ψυχή κρατεῖ τό σῶμα. «Χωρεῖ ἡ ψυχή δι᾿ ὅλου τοῦ σώματος καί οὔκ ἔστι μέρος φωτιζόμενον ὑπ᾿ αὐτῆς, ἐν ᾧ μή ὅλη πάρεστι», ὑπογραμμίζει ὁ ἅγιος ἐπίσκοπος Νύσσης, Γρηγόριος.

Ἡ ψυχή, ἔχει ἀρχή ἀλλά δέν ἔχει τέλος καί εἶναι προορισμένη νά ζεῖ αἰωνίως, στό διηνεκές. Ἀναχωρεῖ προσωρινά ἀπό τό σῶμα κατά τόν βιολογικό θάνατο, ἀλλά κατά την Δευτέρα τοῦ Κυρίου Παρουσία, πάλι θά ἑνωθεῖ μέ τό ἀναστημένο σῶμα (τό ὁποῖο θά ἔχει ἀποβάλει τή φθορά καί τή θνητότητα) καί θά «συνδιαιωνίσει τό σῶμα» ὅπως λέει ἡ Πατερική Γραμματεία, δηλ. θά ζήσει μαζί μέ αὐτό, εἴτε στήν Αἰώνια Μακαριότητα, εἴτε στήν Αἰώνια Κόλαση, ἀνάλογα μέ τόν τρόπο πού ἔζησε ὁ ἄνθρωπος στή ζωή αὐτή. 

Δέν θά ἀναφερθοῦμε ἐδῶ στό μεγάλο θέμα περί τῶν ἰδιοτήτων, τῶν μερῶν, τῶν δυνάμεων τῆς ψυχῆς (ὅπως λ. χ. περί τοῦ «νοῦ» πού εἶναι ὁ «ὀφθαλμός»» της) κλπ., ἀφοῦ τό θέμα πού ἐδῶ ἐξετάζουμε εἶναι γενικά περί ἀνθρώπου, μέσα στό πλαίσιο τῆς ὅλης δημιουργίας τοῦ Πανσόφου Τριαδικοῦ Θεοῦ.

Θά προχωρήσουμε, γιά νά παρασχεθεῖ ἀπάντηση στό διατυπούμενο κατά καιρούς ἑρώτημα, τό γιατί τῆς δημιουργίας, ὅσον ἀφορᾶ στόν ἄνθρωπο, διότι γιά τήν ὅλη δημιουργία δέν διατυπώνεται τέτοιου εἶδους ἀπορία καί προβληματική. Πολλές φορές ἀκούγεται ἀπό τά χείλη τῶν ἀνθρώπων αὐτό τό ἐρώτημα, γιατί μᾶς ἔπλασε ὁ Θεός; Κάποιες φορές βεβαίως, πίσω ἀπό τήν διατυπούμενη αὐτή ἀπορία ὑποκρίπτεται μιά ὄχι καί τόσο ἀγνή καί εὐγνώμων διάθεση πρός τόν Δημιουργό τοῦ παντός…

Ἀκοῦμε, μάλιστα, ἐνίοτε, κυρίως ἀπό ἀνθρώπους πονεμένους, στενάζοντας ὑπό τό βάρος τῶν ποικίλων θλίψεων, ἤ ὑπό τό ἔρεβος τῶν παθῶν νά ἀναφωνοῦν: «Γιατί, Θεέ μου, μέ ἔφερες στόν κόσμο αὐτόν; γιά νά ὑποφέρω καί νά βασανίζωμαι»; 

Ἡ Πατερική Θεολογία, μᾶς δίνει τήν ἀπάντηση στό ἐρώτημα τοῦ γιατί τῆς δημιουργίας τοῦ ἀνθρώπου. 

Ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Νύσσης, ἐκ τῶν μεγάλων Πατέρων Καππαδοκῶν, στόν περίφημο Κατηχητικό του λόγο, μᾶς λέει ὅτι ὁ Θεός δέν δημιούργησε τόν ἄνθρωπο ἀπό κάποια ἀνάγκη ἤ ἔλλειψη, ἀλλά τόν ἔπλασε ἀπό μεγάλη ἀγάπη, διότι ἔπρεπε τό φῶς τοῦ Θεοῦ νά μή μένει ἀθέατο καί ἡ δόξα Του νά μή μένει ἄγνωστη! Δημιούργησε δηλαδή τό ἀνθρώπινο γένος, γιά ν᾿ ἀπολαμβάνουν, λέγει, καί ἄλλα ὄντα τήν ἀγάπη Του καί νά μή μένουν οἱ ἄλλες ἐνέργειες τοῦ Θεοῦ ἀργές, χωρίς νά ὑπάρχει κάποιος πού νά μετέχει σ᾿ αὐτές καί νά τίς χαίρεται! 

Ὁ ἅγιος Κύριλλος Ἀλεξανδρείας θά γράψει ὅτι ἦταν ἀνάγκη, ὁ κατά φύσιν ἀγαθός Θεός καί Δημιουργός μας, πού εἶναι αὐτό τό ἴδιο τό ἀγαθό, νά καθίσταται γνωστό καί πρός ἐμᾶς. «Ἔδει γάρ, ἔδει τόν τῶν ὅλων Δημιουργόν ἀγαθόν ὄντα κατά φύσιν, μᾶλλον δέ αὐτό τό ἀγαθόν τοῦθ᾿ ὅπερ ἐστί, καί πρός ἡμᾶς γινώσκεσθαι». [10]

Ἀνάλογα ἐκφράζονται καί ἄλλοι Πατέρες, ὅπως ὁ ἱερός Χρυσόστομος, ὁ ἅγιος Ἰωάννης ὁ Δαμασκηνός κ.ἄ.

Πολύ θερμά καί μέ πνευματική τρυφερότητα ἐκφράζεται στίς «Ἐξομολογήσεις» του ὁ ἱερός Αὐγουστῖνος, ἐπίσκοπος Ἱππῶνος: «Μᾶς ἔπλασες γιά Σένα καί οἱ καρδιές μας ἀδημονοῦν μέχρι ν᾿ ἀναπαυθοῦν σέ Σένα»!.. 

Βασιλεία Αἰώνια ἑτοίμασε γιά μᾶς ὁ Θεός! Εἶναι μικρό δῶρο αὐτό;

Πόσο σπουδαῖο πρᾶγμα θεωρεῖται στόν κόσμο μας τό γεγονός, νά ἀναλαμβάνει μέ εὐθύνη του ἕνας ἐπίγειος βασιλεύς ἤ μεγάλος κοσμικός ἄρχοντας τή ζωή κάποιου, νά τόν φροντίζει ἰσοβίως, νά τόν προορίζει γιά διάδοχό του, νά τοῦ ἔχει ἑτοιμάσει μιά τεράστια περιουσία, νά κατασκευάζει μιά πολυτελέστατη κατοικία ὥστε νά τόν καταστήσει ἐκεῖ μόνιμο κάτοικο καί κληρονόμο τῶν πολλῶν του ἀγαθῶν… 

Πόσο ἀνώτερο, ὅμως, εἶναι τό νά μᾶς φέρνει ἀπό τήν ἀνυπαρξία στήν ὕπαρξη, «ἐξ οὐκ ὄντων», ὁ Βασιλεύς τῶν βασιλευόντων καί Κύριος τῶν ἁπάντων καί νά μᾶς προορίζει γιά μιά Βασιλεία ἀδιάδοχη καί ἀτελείωτη, τῆς ὁποίας τά ἀγαθά δέν περιγράφονται καί δέν τά «χωρεῖ» ἀνθρώπινος νοῦς;

Ὁ ἄνθρω­πος, κα­τά τόν φω­στῆρα τῆς Δα­μα­σκοῦ, εἶναι σύν­δεσμος τῆς ὁρατῆς καί τῆς ἀο­ρά­του φύ­σε­ως, εἶναι «ζῶον ἐνταῦθα οἰκο­νο­μού­με­νον καί ἀλλα­χοῦ με­θι­στά­με­νον καί πέ­ρας τοῦ μυ­στη­ρί­ου, τῇ πρός Θε­όν νεύ­σει θε­ού­με­νον»[11], δη­λα­δή εἶναι ἕνα ὄν, τό ὁποῖο δια­τρί­βει ἐδῶ στόν πα­ρό­ντα κό­σμο, ἀλλά ἔχει τήν προ­ο­πτι­κή τῆς μετα­στάσε­ως σέ ἕναν ἄλλο κό­σμο, καί τό τέ­λος αὐτοῦ τοῦ μυ­στη­ρί­ου εἶναι ἡ θέ­ω­σή του μέ προσα­να­το­λι­σμόν τόν Θε­ό (βλ. θε­ο­κε­ντρι­κό­τη­τα). Καί θε­ώ­νε­ται, βέ­βαια, μέ τή με­το­χή του στήν ἄκτι­στη ἐνέργεια τοῦ Θε­οῦ, στή Θεί­α λάμ­ψη, χω­ρίς νά με­τα­βαί­νει στήν ἀμέ­θε­κτη Θεί­α οὐσί­α: «Θε­ού­με­νον δέ τῇ με­τοχῇ τῆς θεί­ας ἐλλάμ­ψε­ως καί οὐκ εἰς τήν θεί­αν με­θι­στά­με­νον οὐσί­αν»[12].

Τόν 7ο αἰῶνα, ὁ Μέγας Ὁμολογητής τῆς Πίστεως, ἅγιος Μάξιμος, θά συνοψίσει τόν σκοπό τῆς δημιουργίας τοῦ ἀνθρώπου σε ἕνα ὑπέροχο χωρίο καί θά πεῖ ὅτι γι᾿ αὐτόν τόν λόγο μᾶς ἔπλασε ὁ Θεός, ὥστε νά γίνουμε θείας φύσεως κοινωνοί καί μέτοχοι τῆς δικῆς Του ἀϊδιότητος καί νά ὁμοιάσουμε μέ Αὐτόν διά τῆς θεώσεως. 

«Ὁ Θεός εἰς τοῦτο ἡμᾶς καί πεποίηκεν, ἵνα γενώμεθα θείας κοινωνοί φύσεως, καί τῆς αὐτοῦ ἀϊδιότητος μέτοχοι· καί φανῶμεν αὐτῷ ὅμοιοι κατά τήν ἐκ χάριτος θέωσιν, δι᾿ ἥν πᾶσα τε τῶν ὄντων ἡ σύστασις ἐστί καί ἡ διανομή· καί ἡ τῶν μή ὄντων παραγωγή καί γένεσις».[13]
--------------------------------------------------------------------------------

[1] Βλ. π. Θ. Ζήση, «Ἡ σωτηρία τοῦ κόσμου καί τοῦ ἀνθρώπου κατά τόν Ἅγιον Ἰωάννην τόν Χρυσόστομον», ἐκδ. Βρυέννιος, Θεσσαλονίκη 1997, σελ. 67: «Ἡ πρό τῆς πλάσεως τοῦ ἀνθρώπου δημιουργική δραστηριότης τοῦ Θεοῦ ἀπέβλεπεν εἰς τήν ἑτοιμασίαν τοῦ βασιλείου, τοῦ ὁποίου ἡγεμών καί βασιλεύς ἐπρόκειτο νά ἐγκατασταθῇ ὁ ἄνθρωπος. Ὡς συμβαίνει προκειμένου νά εἰσέλθῃ βασιλεύς εἰς πόλιν, ὅτε εὐτρεπίζεται ἅπασα ἡ πόλις πρός ὑποδοχήν, κατά τόν αὐτόν τρόπον ἡτοιμάσθη καί διεκοσμήθη ὁ κόσμος, ἵνα ὑπηρετήσῃ τόν μέλλοντα νά δημιουργηθῇ ἄρχοντα καί ἡγεμόνα αὐτοῦ. Ἄνευ τῆς δημιουργίας τοῦ ἀνθρώπου ὁ κόσμος θά ἦτο σῶμα ἄνευ κεφαλῆς, πόλις ἄνευ ἡγεμόνος καί ἄρχοντος».

[2] Γέν, 2, 7.

[3] MPG. 55, 182.

[4]«Ἔκδοσις ἀκριβής τῆς Ὀρθοδόξου Πίστεως», ἔκδ. Πουρναρᾶ, Θεσσαλονίκη, 1989, Εἰσαγωγή, Κείμενο, Μετάφραση, Σχόλια, Ν. Ματσούκα, σελ. 153.

[5] Βλ. στό πρωτότυπο, Διάλογος Περί ψυχῆς καί Ἀναστάσεως, ΕΠΕ, 1, 228.

[6] Τήν θεωρία περί προϋπάρξεως τῶν ψυχῶν, ἡ ὁποία συναντᾶται στόν Πλάτωνα, τόν Φίλωνα, τόν Ὠριγένη, τόν Δίδυμο τυφλό καί τόν Εὐάγριο, ἡ Ἐκκλησία κατεδίκασε ἡ Ε΄ Ἁγία Οἰκουμενική Σύνοδος το 543 μ. Χ. Το κείμενο τοῦ α΄ἀναθεματισμοῦ κατά τῶν Ὠριγενείων κακοδοξιῶν ἔχει ὡς ἑξῆς: «Α. Εἴ τις τήν μυθώδη προΰπαρξιν τῶν ψυχῶν καί τήν ταύτην ἑπομένην τερατώδη ἀποκατάστασιν πρεσβεύει, ἀνάθεμα ἔστω». Βλ. Ν. Μητσοπούλου, Θέματα Ὀρθοδόξου Δογματικῆς Θεολογάς, Ἀθήνα 1991, σελ. 189.

[7] Ψαλμ. 32.

[8] Βλ. Σπ. Τσιτσίγκου, Ἡ ψυχή τοῦ ἀνθρώπου κατά τόν ἱερό Χρυσόστομο, ἐκδ. Ἀποστολικῆς Διακονίας, σελ. 45.

[9] Τίς θέσεις αὐτές ἀναπτύσσει στά «Ἅπαντά» του μέ σοφία καί πολλή ἐπιχειρηματολογία ὁ πρῶτος ἐκεῖνος καί λογιώτατος Πατριάρχης τοῦ Γένους μας, Γεννάδος Σχολάριος. Βλ. σχετική μονογραφία π. Θεοδώρου Ζήση, Γεννάδιος Β΄ Σχολάριος, ἔκδ. Πατριαρχικόν Ἵδρυμα Πατερικῶν μελετῶν, Θεσσαλονίκη 1988, σελ. 452 καί ἑξ. 

[10] Ἁγίου Κυρίλλου, Πρός Ρωμ., MPG. 74, 780ΑΒ

[11] Ἔκδο­σις…, σ. 150. 

[12] Ὅπ.π., σ. 152

[13] Ἐπιστολή 43, «Εἰς Ἰωάννην θαλαμηπόλον», MPG. 91, 440BC.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου