Σήκωσε το "φραγγέλιο" εναντίον της εξουσίας και των πραιτοριανών της, ο γραμματέας του Πατριαρχείου Αλεξάνδρειας- "Ξυπνήστε όλοι , ξύπνα λαέ του θεού πριν είναι πολύ αργά"
Ο γραμματέας του Πατριαρχείου της Αλεξανδρείας αρχιμανδρίτης Βασίλειος Βαρβέλης, γυιός καθαρίστριας, όπως αναφέρει σε επιστολή του που δημοσιεύθηκε από την "Εφημερίδα των Συντακτών", κατακεραυνώνει αυτούς "που πάντα υπηρετούν την εκάστοτε εξουσία πιστά, τους ταγματαλήτες στην κατοχή, τους ασφαλίτες στη χούντα, που τόλμησαν και σήκωσαν το βέβηλο χέρι τους, στις μανάδες μας".
Σκληρά και κοφτερά τα λόγια του αρχιμανδρίτη, ο οποίος αποφάσισε να ακολουθήσει την Ορθόδοξη παράδοση, σε αντίθεση με μερικούς δικούς μας"εκσυγχρονιστές" ιεράρχες της Ελλαδικής Εκκλησίας, οι οποίοι βουτηγμένοι στους συμβιβασμούς της Ε.Ε που τους επιχορηγεί, στρέφονται εναντίον αυτής της Αγιοπατερικής κληρονομιάς για να κάμψουν αυτό το ορθόδοξο λεβέντικο φρόνημα, με στόχο την μεταμόρφωση "της πίστης του Χριστού της Αγίας"(λόγια του Κολοκοτρώνη) σε ένα δυτικότροπο και απολύτως συμβιβασμένο με τις εξουσίες μονοφυσιτικό μόρφωμα,προτεσταντικοφασιστικού διαλογισμού.
Ολόκληρη η επιστολή :
«Η μάνα μου καθαρίστρια, εγώ παιδί κι ανίψι καθαριστριών. Έλαμπαν τα σπίτια που δούλευε 6 μέρες την εβδομάδα και την έβδομη, την Κυριακή, (στην «αργία» της), να καθαρίσει και το δικό μας το σπίτι κι εμάς, να μαγειρέψει ένα πιάτο ζεστό φαγητό, να πλύνει, ν' απλώσει, να σιδερώσει, να μας αγκαλιάσει και να ξεκουραστεί.
Αυτή η μάνα μου!
Αυτές οι Περιστεριώτισσες οι μανάδες των φίλων μας, που ξεκινούσαν χαράματα νηστικιές, αφήνοντας τα παιδιά στους δρόμους, για να φτάσουν στην Εκάλη, στη Φιλοθέη, στο Ψυχικό, με κρύο, με βροχή, με χιόνι, με ζέστη και να γίνουν «παραδουλεύτρες» όπως τις έλεγαν οι «Κυρίες», για να μας μεγαλώσουν, με το μεροκάματο τους, να μας μορφώσουν, να γίνουμε άνθρωποι.
Και οι περισσότεροι γίναμε!
Κι όταν επέστρεφε η μάνα απ τη δουλειά, έχοντας μέσα στην τσάντα της την βρεγμένη της ρόμπα, που φορούσε όταν σφουγγάριζε με τα γόνατα τα πατώματα, μικρός εγώ, πολύ μικρός, την ρώταγα με αγωνία:
– Μαμά, τι μου έφερες;
– Κούραση, παιδί μου, η απάντηση της.
Κούραση!
Μεγαλώσαμε με τα ρούχα που έδιναν οι «Κυρίες» στη μάνα μας για ψυχικό.
Δικό μας ρούχο δεν είχαμε.
Αποφόρια. Μ΄ αυτά ντυνόμασταν.
Μανάδες ηρωίδες!
Σ΄ αυτές τις μανάδες σήκωσε το χέρι του ο Φασισμός.
Αυτές τις μανάδες χτύπησαν οι «μπράβοι» των 500 ευρώ.
Αντί να φιλήσουν το χέρι τους, τις έστειλαν στα νοσοκομεία.
Αυτοί που σκότωσαν τον «αδελφό» μας και το «παιδί» μας, τον Γρηγορόπουλο
αυτοί που προσφέρουν ασυλία στους Ναζιστές, σάρκα από την σάρκα τους
αυτοί που πουλάνε πρέζα στις πιάτσες για να μην ξυπνήσει ποτέ ο λαός
αυτοί που εκδίδουν πόρνες για να μαζεύουν τα ποσοστά
αυτοί που φέρονται απάνθρωπα στους μετανάστες
αυτοί που εκβιάζουν καταστηματάρχες
αυτοί που πάντα υπηρετούν την εκάστοτε εξουσία πιστά, οι ταγματαλήτες στην κατοχή, οι ασφαλίτες στη χούντα, για να λάβουν ως ανταπόδοση το «μέρισμά» τους...
τόλμησαν και σήκωσαν το βέβηλο χέρι τους, στις μανάδες μας.
Σ΄ όλα αυτά τα ανθρωπάρια, με τους γυμνασμένους μύες και το ελάχιστο μυαλό, που με την στάση και την συμπεριφορά τους έφτυσαν τις ίδιες τις μανάδες τους, γυρίζω την πλάτη. Σκληραίνω την καρδιά μου.
Δεν τους ευλογώ πια.
Δεν μου βγαίνει.
Δεν έχω ευχή γι΄ αυτούς.
Όλοι αυτοί, θα με βρουν μπροστά τους, στον αγώνα.
Φωνάζω δυνατά: Ξυπνήστε όλοι, ξύπνα επιτέλους λαέ του Θεού πριν να είναι αργά».